- πολύφωνος
- πολύφωνοςhaving many tonesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφωνος — η, ο / πολύφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους νεοελλ. μουσ. σχετικός με την πολυφωνία αρχ. 1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος 2. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
πολύφωνος — η, ο αυτός που βγάζει πολλές φωνές, ο ποικιλόφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυφωνότερον — πολύφωνος having many tones adverbial comp πολύφωνος having many tones masc acc comp sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφωνότατα — πολύφωνος having many tones adverbial superl πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφωνότατον — πολύφωνος having many tones masc acc superl sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφώνως — πολύφωνος having many tones adverbial πολύφωνος having many tones masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφωνον — πολύφωνος having many tones masc/fem acc sg πολύφωνος having many tones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφωνότατοι — πολύφωνος having many tones masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφωνότατος — πολύφωνος having many tones masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφωνότερος — πολύφωνος having many tones masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)